περικόβω
Смотреть что такое "περικόβω" в других словарях:
περικόβω — περικόβω, περιέκοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικόβω — περιέκοψα, περικόπηκα, περικομμένος 1. κόβω γύρω γύρω, κουτσουρεύω, ακρωτηριάζω. 2. περιορίζω, ελαττώνω, κρατώ, παρακρατώ: Το κράτος περιέκοψε τις αποδοχές για τις μέρες απεργίας των υπαλλήλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλιδίζω — ψαλίδισα, ψαλιδίστηκα, ψαλιδισμένος 1. κόβω με το ψαλίδι τα άκρα ενός πράγματος: Ψαλίδισέ μου λίγο τα μαλλιά εδώ. 2. ελαττώνω, περικόβω: Μας ψαλίδισαν τους μισθούς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)